γλυκεριναλδεΰδη

γλυκεριναλδεΰδη
Κρυσταλλική ουσία, που σχηματίζεται από τον μεταβολισμό των σακχάρων. Έχει τύπο CH2OHC-HOHCHO και ονομάζεται επίσης γλυκερόζη (επιστημονική ονομασία: 2,3 διϋδροξυπροπανόλη) Αποτελεί τον απλούστερο αντιπρόσωπο των αλδοζών, που περιέχουν στο μόριό τους και αλδεϋδομάδα και αλκοολική ομάδα. Παρασκευάζεται με οξείδωση της γλυκερίνης και το μόριό της περιέχει ασύμμετρο άτομο άνθρακα. Η γλυκόζη χρησιμοποιήθηκε ως ουσία αναφοράς για τον χωρισμό οπτικά ενεργών ενώσεων και κυρίως των σακχάρων σε D και L.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • αλδολάση — Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες). * * * η βιοχ. λέγεται και αλδολάση τής 1, 6 διφωσφορικής… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”